-
1 λαλιά
λαλιά, ἡ, Geschwätz, Gerede, nach Plat. def. 416 ἀκρασία λόγου ἄλογος; auch = Schwatzhaftigkeit, vgl. Theophr. char. 7; λαλιὰν ἀσκῆσαι, Ar. Nubb. 931; der στωμυλία entsprechend, Ran. 1069; Aesch. 2, 49; λαλιὰ καὶ ϑροῠς, Pol. 1, 32, 6; χυδαῖος καὶ πάνδημ ος, 14, 7, 8; κουρεακή, 3, 20, 5; Folgde. – Bei Sp. auch übh. Rede, Gespräch.
-
2 λαλια
ἥ1) болтовня, пустословие(λολιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph.)
2) болтливость(λ. ἀκρασία λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.)
3) слух, молва(πάνδημος Polyb.)
4) речь, беседа(περί τινος Plut.)
5) обсуждение, спор(περὴ τῶν προειρημένων Polyb.)
6) произношение(τῶν ὀνομάτων Diog.L.)
7) говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT.)